- προτρέπει
- προτρέπωurge forwardspres ind mp 2nd sgπροτρέπωurge forwardspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτρεπτικός — ή, ό αυτός που προτρέπει ή που είναι κατάλληλος να προτρέπει: Λόγοι προτρεπτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνωγα — ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α) 1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω 2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω 3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… … Dictionary of Greek
ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας … Dictionary of Greek
καλοσύμβουλος — καλοσύμβουλος, ον (Α) αυτός που συμβουλεύει τα καλά, που προτρέπει και οδηγεί στο καλό … Dictionary of Greek
ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek
παρακελευστής — ὁ, Α [παρακελεύομαι] αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει θάρρος με τον λόγο του … Dictionary of Greek
παρακινητικός — ή, ό / παρακινητικός, ή, όν, ΝΑ [παρακινώ] αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός αρχ. παράφρονας, τρελός, παράφορος. επίρρ... παρακινητικώς και ά / παρακινητικῶς, ΝΑ νεοελλ. με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο … Dictionary of Greek
πεισιθάνατος — η, ο / πεισιθάνατος, ον, ΝΜΑ αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο αρχ. επίθετο τού Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ.… … Dictionary of Greek
προτρέπτης — ὁ, Α [προτρέπω] αυτός που προτρέπει ή νουθετεί … Dictionary of Greek